δικονομικός

δικονομικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη δικονομία ή έχει σχέση μ’ αυτή: Η απόφαση ήταν άδικη, γιατί υπήρξε δικονομική παρατυπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αχιλλέα Αγαθόνικο] …   Dictionary of Greek

  • απαράδεκτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀπαράδεκτος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραδεχθεί, ο οποίος απορρίπτεται νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. «το απαράδεκτο των ενεργειών του» η έλλειψη βάσης για να γίνουν αποδεκτές οι ενέργειες 2. μία από τις μορφές… …   Dictionary of Greek

  • σαλικός — ή, ό, Ν [Σάλιοι (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαλίους Φράγκους, ομάδα φύλων τής Κάτω Γερμανίας (α. «σαλικός νόμος» ποινικός και δικονομικός κώδικας τών Σαλίων Φράγκων, ο σπουδαιότερος από όλους τους τευτονικούς κώδικες νόμων, που… …   Dictionary of Greek

  • συμβιβασμός — (Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”